ταχύ-

ταχύ-
ΝΜΑ
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β' συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ-κίνητος, ταχύ-πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ-γαμος, ταχύ-γηρος), τού αιφνίδιου (πρβλ. ταχυ-θάνατος) ή τού εύκολου (πρβλ. ταχυ-άλωτος, ταχύ-πεπτος). Το επίθ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό και σε ορισμένους ξεν. όρους που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. ταχυ-καρδία < αγγλ. tachy-cardia, ταχύ-μετρο < αγγλ. tachy-meter).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ταχύγλωσσος, ταχυγράφος, ταχυδρόμος, ταχυεργής, ταχυεργός, ταχυθάνατος, ταχυκίνητος, ταχυμαθής, ταχύνους, ταχύπλοος, ταχύπορος, ταχύπους, ταχύπτερος
αρχ.
ταχυάλωτος, ταχυβάδιστος, ταχυβάμων, ταχυβάτης, ταχύβλαστος, ταχύβουλος, ταχύγαμος, ταχύγηρος, ταχύγονος, ταχύγουνος, ταχυδάκρυς, ταχυήρης, ταχύιππος, ταχυκατάφορος, ταχυκίνησις, ταχυκρίσιμος, ταχύλογος, ταχυμάχης, ταχύμηνις, ταχύμοιρος, ταχυναυτώ, ταχυπέτης, ταχυπνοώ, ταχύπομπος, ταχύπτερνος, ταχυπτερορρυώ, ταχύπωλος, ταχύρεμβος, ταχύρροθος, ταχύρρους, ταχύρρωστος, ταχύσκαρθμος, ταχύτεκνος, ταχυτόκος, ταχυφάρμακον, ταχυφυής, ταχύφωνος, ταχυχειλής, ταχύχειρ
αρχ.-μσν.
ταχυδινής, ταχυμετάβολος, ταχύμορος, ταχύμυθος, ταχυπειθής, ταχύποτμος, ταχυστροφάλιγξ, ταχυφθίμενος
μσν.
ταχυγλωττία, ταχυδαής, ταχυήκοος, ταχυκάρδιος, ταχύλαλος, ταχυμάραντος, ταχυπαθής, ταχύπεπτος, ταχυπήκοος, ταχυρρεπής, ταχύρροπος, ταχυσκελής, ταχυστρεφής, ταχυσυγχώρητος, ταχυφθίμενος, ταχύφραστος
μσν.- νεοελλ.
ταχυφαγία
νεοελλ.
ταχυβόλος, ταχυγενεσία, ταχυκαής, ταχυκαρδία, ταχύμαθος, ταχυπιεστήριο, ταχύρρυθμος, ταχύσκαπτο, ταχυσκόπιο, ταχυσυστολία, ταχυσφυγμία, ταχύμετρο, ταχυπαλμία, ταχυφημία, ταχυφυλαξία, ταχυχάλυβας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταχύ — 1. επίρρ. χρον., αύριο πολύ πρωί, ταχιά. 2. ως ουσ. με το άρθρο, το ταχύ άκλ., η αυγή, το πρωί: Θα έρθω το ταχύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυ- — α συνθετικό λόγιων λέξεων που φανερώνει πως ό,τι δηλώνεται με το β συνθετικό γίνεται γρήγορα: Ταχυπαλμία, ταχυφαγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχύ — ταχύς swift masc voc sg ταχύς swift neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύνετ' — ταχύ̱νετε , ταχύνω make quickly aor subj act 2nd pl (epic) ταχύ̱νετε , ταχύνω make quickly pres imperat act 2nd pl ταχύ̱νετε , ταχύνω make quickly pres ind act 2nd pl ταχύ̱νεται , ταχύνω make quickly aor subj mid 3rd sg (epic) ταχύ̱νεται , ταχύνω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύνῃ — ταχύ̱νῃ , ταχύνω make quickly aor subj mid 2nd sg ταχύ̱νῃ , ταχύνω make quickly aor subj act 3rd sg ταχύ̱νῃ , ταχύνω make quickly pres subj mp 2nd sg ταχύ̱νῃ , ταχύνω make quickly pres ind mp 2nd sg ταχύ̱νῃ , ταχύνω make quickly pres subj act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάχυν' — τάχῡνε , ταχύνω make quickly pres imperat act 2nd sg τάχῡναι , ταχύνω make quickly aor imperat mid 2nd sg τάχῡνα , ταχύνω make quickly aor ind act 1st sg (homeric ionic) τάχῡνε , ταχύνω make quickly aor ind act 3rd sg (homeric ionic) τάχῡνε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύνετε — ταχύ̱νετε , ταχύνω make quickly aor subj act 2nd pl (epic) ταχύ̱νετε , ταχύνω make quickly pres imperat act 2nd pl ταχύ̱νετε , ταχύνω make quickly pres ind act 2nd pl ταχύ̱νετε , ταχύνω make quickly imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύνω — ταχύ̱νω , ταχύνω make quickly aor subj act 1st sg ταχύ̱νω , ταχύνω make quickly pres subj act 1st sg ταχύ̱νω , ταχύνω make quickly pres ind act 1st sg ταχύ̱νω , ταχύνω make quickly aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύνασ' — ταχύ̱νᾱσα , ταχύνω make quickly aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ταχύ̱νᾱσι , ταχύνω make quickly aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ταχύ̱νᾱσαι , ταχύνω make quickly aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύνει — ταχύ̱νει , ταχύνω make quickly aor subj act 3rd sg (epic) ταχύ̱νει , ταχύνω make quickly pres ind mp 2nd sg ταχύ̱νει , ταχύνω make quickly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”